Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Στο Τούνεζι, στη Μπαρμπαριά, μας έπιασε κακοκαιριά. Έλληνες σφουγγαράδες στην Τυνησία.


 
 Οι περισσότεροι έχουμε ακούσει και πιθανόν σιγοτραγουδήσει κάποιους από τους παρακατω στίχους του Βασίλη Τσιτσάνη που γράφτηκαν το 1953. 
Γνωρίζατε ότι εξιστορούν την ζωή των Ελλήνων σφουγγαράδων που έφευγαν από τα νησιά του Αιγαίου με προορισμό το Τούνεζι (Τυνησία) ;


Ανάθεμα σε θάλασσα
που κάνεις ώρες ώρες
να κλαίνε χήρες κι ορφανά
και μάνες μαυροφόρες
Στο Τούνεζι, στη Μπαρμπαριά,
μας έπιασε κακοκαιριά
Αναθεμά σε θάλασσα
κανένα δεν αφήνεις
λεβέντες παίρνεις διαλεχτούς
και πίσω δεν τους δίνεις
Στα αγριεμένα κύματα
στη μαύρη αγκαλιά σου
του κόσμου πήρες
τα παιδιά και τα `κανες δικά σου





  
[απόσπασμα από το βιβλίο "Η ελληνική παροικία της Τυνησίας (16ος-21ος αι.)]


H μετανάστευση στο Σφαξ αλλά και στη γειτονική Τζέρμπα συνδέθηκε άρρηκτα με τη σπογγαλιεία, η οποία θα παρουσιάσει μια αυξητική πορεία στο πέρασμα των αιώνων, φτάνοντας στην κορύφωσή της την περίοδο 1865-1912. Η άνθιση αυτή, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ήταν αποτέλεσμα αφενός της άγνοιας των δυνατοτήτων και των κινδύνων των νέων καταδυτικών μέσων, και αφετέρου της προθυμίας και της ανάγκης των δυτών να ρισκάρουν για να επιβιώσουν και να πλουτίσουν. 



       Έλληνες σπογγαλιείς στο λιμάνι του Σφαξ.

Στο βάθος διακρίνεται ο Ναός του Αγ. Νικολάου.




 Την περίοδο αυτή το κέντρο βάρους της σπογγαλιευτικής δραστηριότητας θα μεταφερθεί στις ακτές της βόρειας Αφρικής καθώς οι Kαλύμνιοι, οι Συμιακοί, οι Yδραίοι και οι Aιγινίτες σφουγγαράδες ανακαλύπτουν τα πλούσια σπογγοφόρα πεδία της βορείου Aφρικής και κυρίως την περιοχή που εκτείνονταν από τη Λιβύη και τον κόλπο της Σύρτης μέχρι την Τυνησία και τον κόλπο του Gabès, οι σπόγγοι των οποίων θεωρούνται υψηλής ποιότητας. Το 1875 οι Καλύμνιοι εισάγουν τη χρήση του ψαρέματος με την «σκανταλόπετρα» στον κόλπο του Gabès ενώ λίγο αργότερα τη χρήση του σκάφανδρου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν κατ' αποκλειστικότητα, μεταξύ των υπολοίπων, τα σκάφανδρα.


Το 1911 καταγράφονται περισσότερα από 450 ελληνικά αλιευτικά σκάφη στο Σφαξ, τα οποία απασχολούσαν περισσότερους από 3.000 δύτες, οι καλύτεροι εκ των οποίων προέρχονται από την Κάλυμνο και τη Σύμη. Η ίδια κατάσταση επικρατεί και στη γειτονική Τζέρμπα, όπου την περίοδο 1900-1920 δένουν στο λιμάνι κατά μέσο όρο 300 καΐκια.

Άποψη του λιμανιού του Σφαξ το 1911
(εφημερίδα «Le Petit Journal»,  φύλλο No 79/14-6-1911,σ. 369-370.)


Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες για τη δράση των σφουγγαράδων στην αρχή του 20ου αιώνα, οι οποίες μας δίνουν πληροφορίες για τη δομή και τη λειτουργία των σπογγαλιευτικών μονάδων που καταφθάνουν στο Σφαξ, με προέλευση κατά κύριο λόγο την Κάλυμνο, τη Σύμη, την Ύδρα, τη Χάλκη, το Κρανίδι και την Αίγινα. Η αλιεία των σπόγγων ξεκινούσε την άνοιξη και ολοκληρωνόταν στο τέλος του φθινοπώρου με τον επαναπατρισμό των αλιέων. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι το 1900, σε κάποιο ταξίδι επιστροφής των Συμιακών σφουγγαράδων από το Σφαξ, ανακαλύφθηκε τυχαία, αλλά χάρη στις ικανότητες και στην τόλμη των σφουγγαράδων, το ναυάγιο των Αντικυθήρων με τον πολύτιμο αρχαιολογικό θησαυρό.
Η σπογγαλιεία τα πρώτα χρόνια γινόταν από δύτες που κατέβαιναν σε μεγάλο βάθος (30-40 μέτρα) γυμνοί, δεμένοι με σχοινί με μια πέτρα για βαρίδιο. Όμως, οι περισσότεροι από αυτούς έπεφταν θύματα καρχαριών και έτσι αυτός ο τρόπος, παρόλο που απαιτούσε λιγότερα έξοδα από τους πλοιοκτήτες και παράλληλα ήταν λιγότερο επικίνδυνος για την πρόκληση παράλυσης στους δύτες, ασκούνταν από όλο και μικρότερο αριθμό σπογγαλιέων. Τα επόμενα χρόνια η  σπογγαλιεία γινόταν κυρίως είτε με σκάφανδρα, είτε με καλάμι (καμάκι), ή με δίχτυ (γκαγκάβα). Ένας άλλος τρόπος, τον οποίο είχαν επινοήσει οι Καλύμνιοι σπογγαλιείς, ήταν με το «φερνέζ». Ο δύτης φορούσε την ειδική στολή και τα σχετικά βαρίδια, συνδεόταν με την αντλία οξυγόνου και την ειδική κάσκα με τη βαλβίδα για την αποβολή του εκπνεόμενου αέρα, έπαιρνε και μία τσάντα από δίχτυ για τους σπόγγους και ξεκινούσε για την επικίνδυνη αποστολή του δεμένος με σχοινί. Το σκοινί ήταν χρήσιμο όχι μόνο για να μπορούν να τον τραβήξουν στην επιφάνεια σε περίπτωση ανάγκης, αλλά και σαν μέσον επικοινωνίας. Τα σφουγγαράδικα που κατευθύνονταν προς την Τυνησία, έφταναν μέσω της Κρήτης, αρχικά στις ακτές της Λιβύης (Τομπρούκ, Ντέρνα, Βεγγάζη, Τρίπολη, κόλπο Σύρτης) και κατόπιν στις ανατολικές ακτές της χώρας.
Κάθε σπογγαλιευτική μονάδα αποτελούταν από πέντε ή έξι σκάφη, εκ των οποίων ένα ήταν ιστιοφόρο (μπρατσέρα) και τα υπόλοιπα μηχανοκίνητα. Οι Καλύμνιοι ναύλωναν συνήθως μεγάλα πλοία, μήκους 6-17 μέτρων, πάνω στα οποία τοποθετούσαν τα μικρά σπογγαλιευτικά τους σκάφη. Τα περισσότερα όμως σκάφη που χρησιμοποιούνταν στη σπογγαλιεία ήταν μικρά. Μετέφεραν τα σκάφανδρα και τις αντλίες οξυγόνου και ήταν επανδρωμένα με δεκαπέντε έως είκοσι άτομα το καθένα, από τα οποία τα μισά περίπου ήταν επαγγελματίες δύτες. Καθώς τα τρεχαντήρια έμεναν στη θάλασσα για περίπου δύο μήνες κάθε φορά, κάθε τέσσερα από αυτά είχαν στη διάθεσή τους και ένα μεγάλο φορτηγό καράβι 50-60 τόνων για να μεταφέρει τους σπόγγους, τα τρόφιμα και τις λοιπές προμήθειες. Επίσης είχαν στη διάθεσή τους κι άλλα μικρότερα πλοία, τα οποία επικοινωνούσαν με τις ακτές ή μετέφεραν από την Ελλάδα προμήθειες ή δύτες για να αντικαταστήσουν αυτούς που πέθαιναν.

 Αφού η διαδικασία επαναλαμβάνονταν αρκετές φορές, τα σφουγγάρια περασμένα σε αρμαθιές ρίχνονται στη θάλασσα όπου με τα κύματα ξεπλένονταν από τα υπολείμματα της μεμβράνης. Στη συνέχεια, ανασύρονταν από τη θάλασσα, στύβονταν και απλώνονταν στον ήλιο για να στεγνώσουν. Μετά πακετάρονται σε σακιά και αποθηκεύονταν στο σκάφος. Πολλές φορές γίνεται στο πλοίο πρόχειρο ψαλίδισμα και κατάταξη σε κατηγορίες με σκοπό την υψηλότερη τιμή πώλησης. Με την επιστροφή του πλοίου τα σφουγγάρια απλώνονται πάλι για να επιδειχθεί η παρτίδα στους εμπόρους.



  

Ψαλίδισμα σφουγγαριών (www.sfax1881-1956.com)