Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Από την ζωή των Ελλήνων στην ζούγκλα της Αφρικής.

(το απόσπασμα προέρχεται από την υπό έκδοση μελέτη με θέμα την ελληνική παροικία της Μοζαμβίκης)

Η ζωή των πρώτων Ελλήνων που βρέθηκαν στην Αφρική μόνο εύκολη δεν ήταν. Πέρα από το γεγονός ότι εγκατέλειπαν την οικογένειά τους, βαδίζοντας στο άγνωστο, είχαν να αντιμετωπίσουν και ένα τελείως ξένο φυσικό περιβάλλον.

 
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί τμήμα των προσωπικών αφηγήσεων του Πάνου Μακρόπουλου, ο οποίος έφυγε από την Σμύρνη το 1919 και βρέθηκε στην περιοχή Inhambane της Μοζαμβίκης, προκειμένου να εργαστεί στο κτήμα του θείου του Μιχάλη Λυγερού. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Λυγερός, ο οποίος γεννήθηκε στο Πλωμάρι της Λέσβου  εγκαταστάθηκε στην Μοζαμβίκη στα τέλη του 19ου αιώνα.

Ο Πάνος Μακρόπουλος γράφει λοιπόν για το πρώτο βράδυ στην Αφρική:



«Μια γαλήνη απλώνονταν παντού. Πέρα μακριά οι μαύροι στα χωριά τους, γύρω από την φωτιά δοκίμαζαν τα ταμ-ταμ καμωμένα από κορμούς δέντρων, κυλίνδρους ανοιχτούς από τις δύο άκρες, στην μια από τις οποίες τέντωναν ένα κομμάτι από δέρμα προβάτου ή γαζέλας. Έτσι με συντροφιά τη μονότονη αυτή μουσική και ενός άλλου ξυλόφωνου καμωμένο από κομμάτια ξύλου 3 x 20 cm, κάτω από τα οποία έχουν δέσει νεροκολοκύθες, το στόμιο των οποίων σκεπάζουν με μεμβράνη από έντερο. Έτσι ανάλογα με το μέγεθος του ξύλου της νεροκολοκύθας, όταν το χτυπάνε με ένα σφυρί στην άκρη του οποίου έχουν τυλίξει μια μπάλα, βγάζει νότες ακριβείας.


Ξαπλωμένος στο στρατιωτικό μου κρεβάτι δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Ήρθαν όλα στο νου μου σαν ταινία. Το χωριό μου, το σπίτι μας, οι δικοί μου, η αγάπη μου που άφησα να με περιμένει, το ταξίδι σαν τον Σεβάχ τον θαλασσινό που μου πήρε τρεις ακριβώς μήνες να φθάσω εδώ στα ξένα αυτά μέρη, μέσα στην ζούγκλα για να εργαστώ σκληρά και να κάμω ένα ορισμένο ποσό για να φύγω πίσω στον πολιτισμό, στην ωραία μου πατρίδα Σμύρνη.


Δεν φοβόμουν το άγνωστο. Η ζούγκλα, τα άγρια θηρία που με το χρόνο θα με κύκλωναν, οι απέραντες δυσκολίες, αποτυχίες, στερήσεις, ανθρώπινα και φυσικά εμπόδια. Όλα αυτά μου έδιναν το θάρρος για να νικήσω.»


Μερικές μέρες αργότερα θα φανούν οι συνέπειες από την υψηλή θερμοκρασία, την υγρασία και τις τροπικές ασθένειες 



«Η γη έβραζε, η ζέστη είχε γίνει ανυπόφορη και η λαύρα που σκορπιόταν γύρω έκαιγε το πρόσωπό μου.»

«Η άθλια μαλάρια μπήκε ως τα κόκκαλά μου και κάθε μέρα που περνούσε αδυνάτιζα. Δεν είχα όρεξη να φάγω. Τα γόνατά μου λύγιζαν και όλες μου οι κλειδώσεις πονούσαν. Έπαιρνα κινίνο που μου έλεγε ο θείος μου, αλλά κάθε μέρα που περνούσε χειροτέρευα.»

Φυσικά δεν έλλειπαν και οι επιδρομές των άγριων ζώων της ζούγκλας 



«Έξαφνα όμως όλοι –αρσενικοί και θηλυκοί, μικροί και μεγάλοι άφησαν όλες τις δουλειές και σκόρπισαν σαν αγριοκάτσικα τρομαγμένα από την εμφάνιση λεονταριού, μέσα στο πυκνό δάσος που τριγύριζε το χωριό».



Όσον αφορά τώρα τα καταλύματα, εντός των οποίων διαβιούσαν οι πρωτοπόροι καλλιεργητές, αυτά ήταν συνήθως στρογγυλές καλύβες, διαμέτρου 4-5 μέτρων, σκεπασμένες με χόρτα. Αποτελούνταν από ένα ή δύο δωμάτια, στο εσωτερικό των οποίων υπήρχε ένα κρεβάτι και ένα μικρό τραπέζι, ενώ το δάπεδο τις περισσότερες φορές ήταν χωμάτινο.