(το απόσπασμα προέρχεται από την υπό έκδοση μελέτη με θέμα την ελληνική παροικία τoυ Burundi και της Rwanda)
Το
1960 το Congo
απέκτησε μετά από πολύ μεγάλο αγώνα την ανεξαρτησία του από τους Βέλγους. Η
μετάβαση όμως στην νέα κατάσταση ήταν μια επίπονη διαδικασία η οποία επηρέασε
σε σημαντικό βαθμό τη ζωή των Ελλήνων του Congo. Οι παρενέργειες των όσων
διαδραματίστηκαν την χρονιά εκείνη έφτασαν μέχρι το όμορο Burundi. Τον Ιούλιο του 1960
ξέσπασαν ταραχές στο Congo
με αποτέλεσμα περισσότεροι από 14.500 Ευρωπαίοι, μεταξύ των οποίων και Έλληνες,
να αναγκαστούν να εκκενώσουν την χώρα με κάθε μέσο και να καταφύγουν στις
γειτονικές χώρες Rhodesia,
Congo-Brazzaville, Angola, Uganda και
Burundi[1]. Ένα από τους
κύρια σημεία μεταφοράς των Ευρωπαίων
προσφύγων ήταν και η Bujumbura,
η οποία διευκόλυνε την από αέρος αλλά και μέσω της λίμνης Τανγκανίκας
προσβασιμότητα.
Το
1964, η κατάσταση στο Congo
ήταν
πάλι πολύ τεταμένη. Ως εκ τούτου, πολλοί Έλληνες που διέμεναν στην Uvira κατέφυγαν στην Bujumbura. Γρήγορα όμως τα
γεγονότα πήραν άλλη τροπή και διακόπηκε η επικοινωνία με το Albertville μέσω της λίμνης Tanganyika. Αυτό όμως είχε ως
αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν 36 Έλληνες.
Τότε ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κοινότητας του Burundi, Δημήτρης Καστάνιας, ο
οποίος ταξίδευε συχνά στο Albertville
για δουλειές, κατέβαλλε προσπάθειες να τους βοηθήσει να μεταβούν στην Bujumbura. Μάλιστα οι Έλληνες
του Burundi
αποφάσισαν να ναυλώσουν πλοίο ή αεροπλάνο προκειμένου να μεταφερθούν οι
συμπατριώτες τους από το Albertville
με ασφάλεια. Για το σκοπό αυτό η κοινότητα ζήτησε με έγγραφο την επίσημη κάλυψη
του προξενείου στο Leopoldville
ή Elisabethville[2].
Αν και η απάντηση από το προξενείο δεν
ήρθε ποτέ, με τη βοήθεια των Ελλήνων του Burundi, οι εγκλωβισμένοι Έλληνες
που ζούσαν στο Albertville,
κατάφεραν να διαφύγουν. Μάλιστα μέχρι να ομαλοποιηθεί η κατάσταση, φιλοξενηθήκαν
σε σπίτια Ελλήνων της Bujumbura.