Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Οι Έλληνες του Burundi οργανώνουν αποστολή διάσωσης των συμπατριωτών τους στο Congo το 1964

(το απόσπασμα προέρχεται από την υπό έκδοση μελέτη με θέμα την ελληνική παροικία τ Burundi και της Rwanda)


Το 1960 το Congo απέκτησε μετά από πολύ μεγάλο αγώνα την ανεξαρτησία του από τους Βέλγους. Η μετάβαση όμως στην νέα κατάσταση ήταν μια επίπονη διαδικασία η οποία επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τη ζωή των Ελλήνων του Congo. Οι παρενέργειες των όσων διαδραματίστηκαν την χρονιά εκείνη έφτασαν μέχρι το όμορο Burundi. Τον Ιούλιο του 1960 ξέσπασαν ταραχές στο Congo με αποτέλεσμα περισσότεροι από 14.500 Ευρωπαίοι, μεταξύ των οποίων και Έλληνες, να αναγκαστούν να εκκενώσουν την χώρα με κάθε μέσο και να καταφύγουν στις γειτονικές χώρες Rhodesia, Congo-Brazzaville, Angola, Uganda και Burundi[1]. Ένα από τους κύρια σημεία μεταφοράς των  Ευρωπαίων προσφύγων ήταν και η Bujumbura, η οποία διευκόλυνε την από αέρος αλλά και μέσω της λίμνης Τανγκανίκας προσβασιμότητα. 


Το 1964, η κατάσταση στο Congo ήταν πάλι πολύ τεταμένη. Ως εκ τούτου, πολλοί Έλληνες που διέμεναν στην Uvira κατέφυγαν στην Bujumbura. Γρήγορα όμως τα γεγονότα πήραν άλλη τροπή και διακόπηκε η επικοινωνία με το Albertville μέσω της λίμνης Tanganyika. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν 36  Έλληνες.





 Τότε ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κοινότητας του Burundi, Δημήτρης Καστάνιας, ο οποίος ταξίδευε συχνά στο Albertville για δουλειές, κατέβαλλε προσπάθειες να τους βοηθήσει να μεταβούν στην Bujumbura. Μάλιστα οι Έλληνες του Burundi αποφάσισαν να ναυλώσουν πλοίο ή αεροπλάνο προκειμένου να μεταφερθούν οι συμπατριώτες τους από το Albertville με ασφάλεια. Για το σκοπό αυτό η κοινότητα ζήτησε με έγγραφο την επίσημη κάλυψη του προξενείου στο Leopoldville ή Elisabethville[2].  Αν και η απάντηση από το προξενείο δεν ήρθε ποτέ, με τη βοήθεια των Ελλήνων του Burundi, οι εγκλωβισμένοι Έλληνες που ζούσαν στο Albertville, κατάφεραν να διαφύγουν. Μάλιστα μέχρι να ομαλοποιηθεί η κατάσταση, φιλοξενηθήκαν σε σπίτια Ελλήνων της Bujumbura.


[1] Εφημερίδα Ταχυδρόμος, 12/7/1960.
[2] Aρχείο Ελληνικής κοινότητας Ruanda-Urundi, λ. ε., με αρ. 127/26-7-1964.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Ένας Έλληνας της Ζάμπια απέναντι στην αποικιοκρατεία της Μ. Βρετανίας



Βρισκόμαστε στη Ζάμπια, άλλοτε Βόρεια Ροδεσία, το 1969, λίγα  χρόνια μετά την ανεξαρτησία της χώρας από τους Βρετανούς. Κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή της Ζάμπια είναι τα ορυχεία χαλκού τα οποία ανήκουν στη British South Africa Company (BSA)και η οποία αποτελούσε μια ιδιότυπη μορφή αποικιοκρατικής εξουσίας σε ολόκληρη την ΝΑ Αφρική, από τα τέλη του 19ου αιώνα. 








Το 1964, όταν η Ζάμπια έγινε ανεξάρτητο κράτος, κατοικούσαν στη χώρα περίπου 500 Έλληνες, κυρίως επιχειρηματίες και έμποροι. Ένας εξ αυτών ήταν ο Ανδρέας Σαρδάνης, ο οποίος γεννήθηκε στην Κύπρο και το 1950 έφτασε στη Βόρεια Ροδεσία.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 συντάχθηκε με την προσπάθεια των ντόπιων  για ανεξαρτησία και το 1965 διορίστηκε γενικός γραμματέας του νεοσυσταθέντος υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Ορυχείων (Industrial Development Corporation -Indeco). Κατέχοντας αυτή τη θέση, ηγήθηκε της προσπάθειας της Ζάμπια να επανακτήσει την πλειοψηφία των μετοχών από τα ορυχεία χαλκού, αφού η βρετανική κυβέρνηση ήταν κάθετη στην δωρεάν παραχώρησή τους, αν και πλέον δεν ήταν αυτή που διοικούσε τη Ζάμπια.
 Μια  προσπάθεια επίπονη που είχε απέναντι της την άλλοτε βρετανική αυτοκρατορία και τα συμφέροντα της BSA, οι οποίες προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να διατηρούσαν τα κεκτημένα. Αν και η χώρα ήταν ανεξάρτητη, οι Βρετανοί δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να δεχτούν την παράδοση της διοίκησης των ορυχείων, τα οποία είχαν καταληφθεί την εποχή που ο Cecil Rhodes και η εταιρεία του  (BSA) μετέτρεπαν  τη ΝΑ Αφρική σε προσωπικές κτήσεις. Με την συνεχή προσπάθεια του προέδρου της χώρας και του Σαρδάνη, η Ζάμπια απέκτησε το 51% των μετοχών των ορυχείων έναντι £2,000,000 αντί των £35,000,000 που ζητούσαν οι Βρετανοί.



 Το 1970 ο Α. Σαρδάνης διορίστηκε και πρόεδρος της «Mining Development Corporation», αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την ανάπτυξη του τομέα εξόρυξης χαλκού.