Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Οι Έλληνες του Σουδάν πρωτοστατούν στους εθνικούς αγώνες, στις αρχές του 20ου αιώνα.





Το ενδιαφέρον της ελληνικής παροικίας του Σουδάν για τις εξελίξεις στην Ελλάδα, ιδιαίτερα την περίοδο κατά τις οποίες ενεπλάκη η χώρα μας σε πολεμικές συρράξεις ήταν μεγάλο. Από την πρώτη στιγμή οι Έλληνες του Σουδάν ενισχύουν τον αγώνα της Ελλάδας να ενσωματώσει στον εθνικό κορμό τα εδάφη της Ηπείρου και της Μακεδονίας.
Το 1903, ο Α. Καπάτος προσφέρει 50 λίρες για την ενίσχυση του Μακεδονικού αγώνα, ενώ οι υπόλοιποι πάροικοι συγκεντρώνουν 700 λίρες[1].  Η ενίσχυση όμως των εθνικών σκοπών συνεχίζεται και κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, αρχικά με μεμονωμένες δωρεές όπως του Γ. Ευστρατίου, ο οποίος προσέφερε 50 φράγκα στο ταμείο του εθνικού στόλου[2]. Αργότερα θα ακολουθήσουν έρανοι υπό την αιγίδα των πιο πολυπληθών κοινοτήτων της χώρας. Συγκεκριμένα η κοινότητα του Khartoum προσέφερε 105 στερλίνες και 14 σελίνια υπέρ του εθνικού στόλου[3], ενώ ο έρανος των Ελλήνων του Port-Sudan απέδωσε 29 λίρες[4]. Συνάμα, οι δύο προαναφερθείσες κοινότητες θα προσφέρουν χρήματα και για την κατασκευή του θωρηκτού Αβέρωφ.[5] Λίγους μήνες μετά, οι δωρεές προς τη Ελλάδα συνεχίζονται. Η ελληνική παροικία του Σουδάν απέστειλε προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό τραπεζική επιταγή ύψους 2.500 χρυσών φράγκων, προκειμένου να διατεθούν για τις ανάγκες του στρατού,[6] δωρεά για την οποία ο Ελ. Βενιζέλος απέστειλε προσωπική ευχαριστήρια επιστολή.[7] Αξίζει να σημειώσουμε ότι μόνο οι Καρπάθιοι προσέφεραν 300 Λίρες Αιγύπτου. Λίγο αργότερα θα ακολουθήσει ένας έρανος «υπέρ αεροπλάνων»,[8] ο οποίος θα αποφέρει 75.858 γρόσια διατίμησης[9].
Πέρα από την συνεχή χρηματική στήριξη προς την Ελλάδα, αρκετοί Έλληνες του Σουδάν συμμετείχαν και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, τριάντα πάροικοι από το Khartoum και συνολικά εκατό από όλη την χώρα, έσπευσαν τον Σεπτέμβριο του 1912 να καταταχθούν ως εθελοντές[10] και αναχώρησαν ένα μήνα αργότερα για το μέτωπο της Μακεδονίας.[11]  





 
 Μάλιστα 15 εξ αυτών θα πέσουν στο πεδίο της μάχης και προς τιμή τους θα ανεγερθεί τιμητική στήλη στον χώρο των κοινοτικών ιδρυμάτων[12]


Η δράση όμως της παροικίας επεκτάθηκε και στο διπλωματικό επίπεδο. Με αφορμή την δραστηριότητα των Αλβανών κατά των κατοίκων της Ηπείρου, πάροικοι με καταγωγή από την Ήπειρο, αρχικά συγκεντρώθηκαν με συμπατριώτες τους στην Αλεξάνδρεια και διαμαρτυρήθηκαν για την τοποθέτηση Αλβανού Βαλή στα Ιωάννινα[13]. Στην συνέχεια, ως μέλη του Πανηπειρωτικού Συλλόγου Αιγύπτου-Σουδάν, απέστειλαν τηλεγράφημα προς τους αντιπροσώπους των χωρών στο Συμβούλιο της Ειρήνης του Λονδίνου.[14] 






Το 1915 η ελληνική παροικία θα διενεργήσει έρανο για τα θύματα της μεγάλης πυρκαγιάς που προκλήθηκε στην Θεσ/νικη[15], ενώ το 1918 θα προσφέρει το ποσό των 50.000 υπέρ των θυμάτων της βουλγαρικής επιδρομής.[16]



[1] Εφημερίδα Εμπρός, 6/9/1903.

[2] Εφημερίδα Σκριπ, 17/1/1911

[3] Εφημερίδα Σκριπ, 9/5/1912.

[4] Εφημερίδα Σκριπ, 26/7/1911

[5] Αρχείο Ελληνικής Κοινότητας Χαρτούμ, πρακτικό 4/1/1912.

[6] Εφημερίδα Σκριπ, 8/10/1912

[7] Εφημερίδα Σουδανικός Κήρυξ, 2/11/1912

[8] Εφημερίδα Σουδανικός Κήρυξ, 19/10/1912

[9] Εφημερίδα Σουδανικός Κήρυξ, 10/11/1912

[10] Εφημερίδα Σκριπ, 30/9/1912

[11] Εφημερίδα Σουδανικός Κήρυξ, 2/11/1912.

[12] Πρόκειται για τους Αναστασίου Γεώργιο, Λεονταρίδη Θεοχάρη, Γεωργιαφέντη Γεώργιο, Ευστρατίου Στέφανο, Παπουντζάκη Ε., Κονάκο Δημοσθένη, Λιναρδάτο Γεράσιμο, Γκουλιούρη Απόστολο, Κατσίκα Πέτρο, Σαούλη Άγγελο, Σαρρή Θεοχάρη, Κοσμάτο Ε., Χαρέλη Γ., Λάιο Χ. και Ραζή Π.

[13] Εφημερίδα Σκριπ, 28/8/1912

[14] Μουσείο Μπενάκη, Αρχείο Ελ. Βενιζέλου, Φακ. 152/59,60. Επιστολή με ημερομηνία 11/1/1913.

[15] Εφημερίδα Σουδανικός Κήρυξ, 30/1/1915
[16] Μουσείο Μπενάκη, Αρχείο Ελ. Βενιζέλου, Φακ. 154/27. Ευχαριστήρια επιστολή του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού της τον Πρόεδρο της Ελληνικής Κοινότητας του Κhartoum με ημερομηνία 10/10/1918 σχετικά με την δωρεά του υπέρ των θυμάτων της βουλγαρικής επιδρομής.


Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Το ταξίδι της μετανάστευσης στην Ανατολική Αφρική στις αρχές του 20ου αιώνα.



(το απόσπασμα προέρχεται από την υπό έκδοση μελέτη με θέμα την ελληνική παροικία της Μοζαμβίκης) 




Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, το ταξίδι της μετανάστευσης από την Ελλάδα και τις παρακείμενες μικρασιατικές ακτές, με προορισμό την Μοζαμβίκη αλλά και τις άλλες χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Αφρικής- Τανγκανίκα (σημ. Τανζανία), Ροδεσία (σημ. Ζιμπάμπουε και Ζάμπια), Βελγικό Κονγκό (Κονγκό), Μπουρούντι και Ρουάντα- διαρκούσε συνήθως δύο με τρεις μήνες. Μετά την επιβίβαση σε κάποιο από τα πλοία που συνέδεαν την Ανατολική Μεσόγειο με την Αίγυπτο, τα οποία συνήθως αναχωρούσαν είτε από τον Πειραιά είτε από την Κων/πολη, οι μετανάστες αποβιβάζονταν στην Αλεξάνδρεια. Είχε προηγηθεί βέβαια ένα κοπιαστικό ταξίδι 10-15 ημερών με ενδιάμεσους σταθμούς τα λιμάνια της Αττάλειας, της Βηρυτού, της Χάιφας και του Port-Said.






«Ημέρα απαίσια! Το πλοίο πηγαίνει σας κανένας ζαλισμένος μπεκρούλιακας. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, με το κεφάλι σαν μολύβι, μου είναι αδύνατο να σηκωθώ.

……………………

Ο καιρός είναι πανάθλιος, είναι συννεφιά, τα κύματα βουβά σα νεκρωμένα, μα σα βουνά παίζουν το πλοίο μας σαν βάρκα, αλλά είναι μεγάλα»[1]




Μετά την αποβίβαση ξεκινούσε έλεγχος των επιβατών.


«Όταν βγαίνεις από το πλοίο ο αστυνόμος σε πηγαίνει στο γραφείο του υγειονομείου. Εκεί σου γράφουν το όνομά σου, την διαμονή σου, αν θα φύγεις αμέσως για άλλη πόλη ή θα καθίσεις στην Αλεξάνδρεια καθώς και σε ποιο μέρος. Αν δεν έχεις μέρος εις το οποίον να είσαι γνωστός τότε δεν μπορείς να βγεις. Από το υγειονομικό γραφείο πηγαίνεις με την άμαξα και εκεί θα αναμένεις την σειρά σου να σου εξετάσουν τους ταξιδιωτικούς σάκους. Από εκεί θα σε δει ο γιατρός και κατόπιν θα σου δώσουν έναν άνθρωπο για να σε πάει στον σιδηροδρομικό σταθμό[2]

Έπειτα οι Έλληνες που κατευθύνονταν στην Ανατολική Αφρική έπαιρναν το τρένο για να καταλήξουν στο Port-Said, όπου εκεί έπρεπε να περιμένουν μέχρι να φανεί κάποιο πλοίο που είχε προορισμό τα λιμάνια της Μοζαμβίκης. Την εποχή εκείνη η επικοινωνία με την ΝΑ Αφρική δεν ήταν ιδιαίτερα συχνή με αποτέλεσμα πολλές φορές να απαιτείται πολυήμερη αναμονή στο Port-Said. Αυτή η κατάσταση όμως έκανε ακόμη πιο δύσκολη την ζωή των μεταναστών, οι οποίοι, με τα λίγα χρήματα που διέθεταν, έπρεπε να βρουν στέγη και τροφή για όσο χρόνο χρειάζονταν μέχρι να βρουν θέση σε κάποιο πλοίο.

«……επειδή δεν περίσσευαν πολλά για να τρώγω στο εστιατόριο, πήγαινα κάθε μέρα στο παζάρι και αγόραζα ένα γροσάκι χουρμάδες φρέσκους και ένα γροσάκι ψωμί. Τα έκαμα ένα δεματάκι και τα πήγαινα στο δωμάτιό μου……Η κοιλιά δεν έχει παράθυρα έλεγε συχνά ο πατέρας μου, φτάνει να γεμίσει. Πραγματικά γέμιζε καλά χουρμαδόψωμο. Τι να κάνω;» [3]
 

Από την στιγμή που βρισκόταν η θέση και εφόσον ο ταξιδιώτης εξασφάλιζε το ποσό για το εισιτήριο το οποίο κόστιζε 35 λίρες Αγγλίας, ποσό ιδιαίτερα μεγάλο, ξεκινούσε το ταξίδι με προορισμό την Μοζαμβίκη. Αφού το πλοίο διέσχιζε την διώρυγα του Σουέζ, περνούσε από τον κόλπο του Άντεν για να εισέλθει πλέον στον Ινδικό ωκεανό.

«Πέντε μέρες τρικυμία! Μια τρικυμία φοβερή για μένα! Δεν έφαγα τίποτα εκτός από λίγες πατάτες κάθε 48 ώρες. Ήμουν ξαπλωμένος επάνω στο κρεβάτι μου και δεν μπορούσα να σηκωθώ διόλου.»


Μετά από πορεία 15 ημερών παράλληλα με τις ακτές της Αν. Αφρικής, το πλοίο σταματούσε αρχικά στο λιμάνι της Ζανζιβάρης και κατόπιν στο Dar es Salam. Εκεί αποβιβάζονταν οι Έλληνες που είχαν κατεύθυνση την Τανγκανίκα το Βελγικό Κονγκό, το Μπουρούντι και την Ρουάντα. Για εκείνους που είχαν προορισμό την Μοζαμβίκη και την Ροδεσία, το ταξίδι συνεχιζόταν για περίπου 5 ημέρες μέχρι το πλοίο να προσεγγίσει το λιμάνι της Beira. Κατόπιν ακολουθούσε το τελευταίο τμήμα του ταξιδιού με τελικό προορισμό το Lourenço Marques, την πρωτεύουσα της Μοζαμβίκης, το οποίο διαρκούσε περίπου 10 ημέρες.





Το πλοίο Lima με το οποίο έφτασε στην Μοζαμβίκη ο Π. Μακρόπουλος το 1920. 
(πηγή: http://lmcshipsandthesea.blogspot.gr/)



[1] Αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Πάνου Μακρόπουλου, όπου ο αφηγητής καταγράφει την εμπειρία του ταξιδιού του το φθινόπωρο του 1919, με αφετηρία την Σμύρνη και προορισμό το Lourenço Marques, σ.12,16.
[2]Ημερολόγιο του Πάνου Μακρόπουλου, σ.21.                                                                                                                     [3] Ημερολόγιο του Πάνου Μακρόπουλου, σ.26.