(το απόσπασμα προέρχεται από την υπό έκδοση μελέτη με θέμα την ελληνική παροικία της Μοζαμβίκης)
Μέχρι και τις αρχές του 20ου
αιώνα, το ταξίδι της μετανάστευσης από την Ελλάδα και τις παρακείμενες
μικρασιατικές ακτές, με προορισμό την Μοζαμβίκη αλλά και τις άλλες χώρες της Ανατολικής
και Νοτιοανατολικής Αφρικής- Τανγκανίκα (σημ. Τανζανία), Ροδεσία (σημ. Ζιμπάμπουε και Ζάμπια), Βελγικό Κονγκό (Κονγκό), Μπουρούντι και Ρουάντα- διαρκούσε
συνήθως δύο με τρεις μήνες. Μετά την επιβίβαση σε κάποιο από τα πλοία που
συνέδεαν την Ανατολική Μεσόγειο με την Αίγυπτο, τα οποία συνήθως αναχωρούσαν
είτε από τον Πειραιά είτε από την Κων/πολη, οι μετανάστες αποβιβάζονταν στην
Αλεξάνδρεια. Είχε προηγηθεί βέβαια ένα κοπιαστικό ταξίδι 10-15 ημερών με
ενδιάμεσους σταθμούς τα λιμάνια της Αττάλειας, της Βηρυτού, της Χάιφας και του Port-Said.
«Ημέρα απαίσια! Το πλοίο πηγαίνει σας κανένας ζαλισμένος
μπεκρούλιακας. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, με το κεφάλι σαν μολύβι, μου είναι
αδύνατο να σηκωθώ.
……………………
Ο καιρός είναι πανάθλιος, είναι συννεφιά, τα κύματα βουβά σα
νεκρωμένα, μα σα βουνά παίζουν το πλοίο μας σαν βάρκα, αλλά είναι μεγάλα»[1]
Μετά την αποβίβαση
ξεκινούσε έλεγχος των επιβατών.
«Όταν βγαίνεις από το πλοίο ο αστυνόμος σε πηγαίνει στο γραφείο του
υγειονομείου. Εκεί σου γράφουν το όνομά σου, την διαμονή σου, αν θα φύγεις
αμέσως για άλλη πόλη ή θα καθίσεις στην Αλεξάνδρεια καθώς και σε ποιο μέρος. Αν
δεν έχεις μέρος εις το οποίον να είσαι γνωστός τότε δεν μπορείς να βγεις. Από
το υγειονομικό γραφείο πηγαίνεις με την άμαξα και εκεί θα αναμένεις την σειρά
σου να σου εξετάσουν τους ταξιδιωτικούς σάκους. Από εκεί θα σε δει ο γιατρός
και κατόπιν θα σου δώσουν έναν άνθρωπο για να σε πάει στον σιδηροδρομικό σταθμό[2].»
Έπειτα οι Έλληνες
που κατευθύνονταν στην Ανατολική Αφρική έπαιρναν το τρένο για να καταλήξουν στο
Port-Said, όπου εκεί έπρεπε να περιμένουν μέχρι να φανεί κάποιο πλοίο που
είχε προορισμό τα λιμάνια της Μοζαμβίκης. Την εποχή εκείνη η επικοινωνία με την
ΝΑ Αφρική δεν ήταν ιδιαίτερα συχνή με αποτέλεσμα πολλές φορές να απαιτείται
πολυήμερη αναμονή στο Port-Said. Αυτή η κατάσταση όμως έκανε ακόμη πιο δύσκολη
την ζωή των μεταναστών, οι οποίοι, με τα λίγα χρήματα που διέθεταν, έπρεπε να
βρουν στέγη και τροφή για όσο χρόνο χρειάζονταν μέχρι να βρουν θέση σε κάποιο
πλοίο.
«……επειδή δεν περίσσευαν πολλά για να τρώγω στο εστιατόριο, πήγαινα
κάθε μέρα στο παζάρι και αγόραζα ένα γροσάκι χουρμάδες φρέσκους και ένα γροσάκι
ψωμί. Τα έκαμα ένα δεματάκι και τα πήγαινα στο δωμάτιό μου……Η κοιλιά δεν έχει
παράθυρα έλεγε συχνά ο πατέρας μου, φτάνει να γεμίσει. Πραγματικά γέμιζε καλά
χουρμαδόψωμο. Τι να κάνω;» [3]
Από την στιγμή που
βρισκόταν η θέση και εφόσον ο ταξιδιώτης εξασφάλιζε το ποσό για το εισιτήριο το
οποίο κόστιζε 35 λίρες Αγγλίας, ποσό ιδιαίτερα μεγάλο, ξεκινούσε το ταξίδι με
προορισμό την Μοζαμβίκη. Αφού το πλοίο διέσχιζε την διώρυγα του Σουέζ, περνούσε
από τον κόλπο του Άντεν για να εισέλθει πλέον στον Ινδικό ωκεανό.
«Πέντε μέρες τρικυμία! Μια τρικυμία φοβερή για μένα! Δεν έφαγα
τίποτα εκτός από λίγες πατάτες κάθε 48 ώρες. Ήμουν ξαπλωμένος επάνω στο κρεβάτι
μου και δεν μπορούσα να σηκωθώ διόλου.»
Μετά από πορεία 15
ημερών παράλληλα με τις ακτές της Αν. Αφρικής, το πλοίο σταματούσε αρχικά στο λιμάνι
της Ζανζιβάρης και κατόπιν στο Dar es Salam. Εκεί αποβιβάζονταν οι Έλληνες που είχαν κατεύθυνση την
Τανγκανίκα το Βελγικό Κονγκό, το Μπουρούντι και την Ρουάντα. Για εκείνους που είχαν προορισμό την
Μοζαμβίκη και την Ροδεσία, το ταξίδι συνεχιζόταν για περίπου 5 ημέρες μέχρι το πλοίο να
προσεγγίσει το λιμάνι της Beira. Κατόπιν ακολουθούσε το τελευταίο
τμήμα του ταξιδιού με τελικό προορισμό το Lourenço Marques, την πρωτεύουσα της Μοζαμβίκης, το οποίο διαρκούσε περίπου 10
ημέρες.
Το πλοίο
Lima με το οποίο έφτασε στην Μοζαμβίκη ο Π. Μακρόπουλος το 1920.
(πηγή:
http://lmcshipsandthesea.blogspot.gr/)
[1]
Αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Πάνου Μακρόπουλου, όπου ο αφηγητής καταγράφει
την εμπειρία του ταξιδιού του το φθινόπωρο του 1919, με αφετηρία την Σμύρνη και
προορισμό το Lourenço Marques, σ.12,16.